ενδομήτριος

ενδομήτριος
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη μήτρα («ενδομήτρια ζωή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ενδομήτριο
ιστός που επενδύει την κοιλότητα τής μήτρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενδομήτριος — α, ο 1. που γίνεται ή αναπτύσσεται μέσα στη μήτρα: Ενδομήτρια κύηση. 2. το ουδ. ως ουσ., ενδομήτριο ο εσωτερικός βλεννογόνος χιτώνας της μήτρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεσσός — Τετράγωνη κολόνα πάνω στην οποία στήριζαν τις αψίδες του θόλου. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, π. είναι κυρίως η κολόνα που στηρίζει το προστώο της εισόδου των οχυρωμένων μοναστηριών. Η είσοδος των παλαιών αυτών μοναστηριών είχε φρουριακό χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • ενδομήτριο — Βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας. Περιλαμβάνει τους ενδομήτριους αδένες και το χόριο, έναν συνδετικοαγγειακό ιστό γύρω από αυτούς. Η πυκνότητα, η δομή και η κυτταρική μορφή του εξαρτώνται από την έκκριση θυλακίνης και ωχρίνης της …   Dictionary of Greek

  • εξωμήτριος — α, ο που γίνεται έξω από τη γυναικεία μήτρα (αντίθ. ενδομήτριος): Εξωμήτρια κύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”